- εγκολλώ
- (-άω) (AM ἐγκολλῶ)τοποθετώ ή προσαρμόζω χρησιμοποιώντας κολλητική ουσία («εγκολλώ ψηφίδα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκολλῶ — ἐγκολλάω glue on pres imperat mp 2nd sg ἐγκολλάω glue on pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐγκολλάω glue on pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐγκολλάω glue on pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐγκολλάω glue on pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek